- κλοτσιά
- ηχτύπημα με τα πόδια: Έφαγε μια κλοτσιά στην κοιλιά κι έπεσε κάτω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλοτσιά — η (Μ κλοτσιά και κλοτσέα) 1. χτύπημα με το πόδι, λάκτισμα (α. «τού έδωσε μια κλοτσιά στην κοιλιά και τόν έριξε κάτω» β. «ο ποδοσφαιριστής με μια δυνατή κλοτσιά κατόρθωσε να βάλει το τρίτο γκολ») 2. φρ. «τόν έδιωξε με τις κλοτσιές» τόν έδιωξε με… … Dictionary of Greek
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
αντιλακτίζω — ἀντιλακτίζω (Α) 1. ανταποδίδω λάκτισμα, κλοτσιά 2. λακτίζω, κλοτσώ … Dictionary of Greek
κλοτσάτο — κλοτσάτο, τὸ (Μ)[κλότσος] 1. κλοτσιά* 2. παιχνίδι με κλοτσιές … Dictionary of Greek
κλοτσηδόν — επίρρ. 1. με κλοτσιές, κλοτσώντας 2. μτφ. με άσχημο ή βάναυσο τρόπο («τόν πέταξε έξω κλοτσηδόν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλοτσιά + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, δηλωτική τού τρόπου, πρβλ. βουστροφ ηδόν, πρην ηδόν] … Dictionary of Greek
κλοτσιάρης — ο (Μ κλοτσιάρης) [κλοτσιά] αυτός που έχει συνήθεια να δίνει κλοτσιές … Dictionary of Greek
κλοτσώ — (Μ κλοτσῶ, άω) [κλότσος] χτυπώ κάποιον ή κάτι με το πόδι μου, δίνω κλοτσιά σε κάποιον ή σε κάτι, λακτίζω («ήταν τόσο εξαγριωμένος ώστε άρχισε να κλοτσάει ό,τι έβρισκε μπροστά του») νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια να δίνω κλοτσιές («αυτό το άλογο δεν… … Dictionary of Greek
κλωτσιά — η (Μ κλωτσιά) βλ. κλοτσιά … Dictionary of Greek
κλότσημα — το [κλοτσώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλοτσώ, κλοτσιά, λάκτισμα 2. (για τα πυροβόλα όπλα) η προς τα πίσω κίνηση που γίνεται κατά την εκπυρσοκρότηση, ανατροχασμός … Dictionary of Greek
κλότσος — ο (Μ κλότσος) κλοτσιά νεοελλ. φρ. «είναι τού κλότσου και τού μπάτσου» για άνθρωπο στον οποίο οι άλλοι δεν δίνουν καμιά σημασία και τόν κάνουν ό,τι θέλουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. calcio φτέρνα, λάκτισμα» < λατ. calx, cis «φτέρνα»] … Dictionary of Greek